ἀδελφεάς

ἀδελφεάς
ἀδελφεά̱ς , ἀδελφή
sister
fem acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεξευρίσκω — Α [εξευρίσκω] βρίσκω κάτι επί πλέον, ανακαλύπτω επιπροσθέτως, επινοώ κάτι κοντά σε αυτό που ήδη υπάρχει («ἵνα... μὴ αὐτοὶ ἀπόλωνται τὸν νόμον περιστέλλοντες, παρεξεῡρον ἄλλον νόμον σύμμαχον τῷ ἐθελόντι γαμέειν ἀδελφέας», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”